bátega - ορισμός. Τι είναι το bátega
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι bátega - ορισμός


Bátega      
f.
Antiga bacia de metal.
Porção de líquido, que essa bacia comportava.
Pancada (de água); chuva grossa.
Pl. Mús.
O mesmo que pratos, (no port. do séc. XVI e XVII).
(Do ár. batia)
bátega      
sf
1 Gota de chuva grossa, pancada de água; aguaceiro.
2 Prato covo semelhante a gamela, ou tigela.
3 Bacia sonora de metal que se tange nas danças populares
sm pl Mús Pratos.
bátega      
s.f. (-1525 cf. Dalg)
1 ÍND ant. bacia metálica
b. de prata
2 p.met. ÍND ant. conteúdo dessa bacia
3 -mús ÍND ant. bacia desse tipo, percutida como instrumento em danças populares F freq. us. no pl.
4 ÁS bandeja
5 (-a1623) p.ana. ( da acp. 2 ) pancada de chuva; aguaceiro
caíam bátegas de água F freq. us. no pl.
-etim orig.contrv.; talvez do ár. bátiya 'bacia' ou de batica, nome de 'bacia' na Índia (seria cog. de bateia ); f.hist. 1525 bategas , sXVII batega -sin/var bática; ver tb. sinonímia de chuva -col bategaria